- προχείριον
- τὸ, Αμικρό σακκίδιο ή κουτάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek